Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019


Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ, Σαιντ Εξυπερύ

Η δράση του βιβλίου τοποθετείται στη Γη, στην έρημο Σαχάρα. Ο αφηγητής που ταυτίζεται με τον συγγραφέα Σαιντ Εξυπερύ πέφτει με το αεροπλάνο του, που έχει πάθει βλάβη, στην έρημο. Εκεί συναντά ένα ασυνήθιστο παιδί με το οποίο γίνεται φίλος. Είναι ο μικρός πρίγκηπας που έρχεται από ένα μικρό μακρινό πλανήτη με τρία ηφαίστεια κι ένα τριαντάφυλλο, που το φρόντιζε. Ο αφηγητής μαθαίνει πολλά από το μικρό του φίλο, που του διηγείται την επίσκεψή του σε άλλους πλανήτες με παράξενους κατοίκους.  Ο μικρός πρίγκηπας  δεν ξεχνάει ποτέ τις ερωτήσεις που έχει υποβάλλει ενώ ο ίδιος αντίθετα δεν απαντάει στις ερωτήσεις των άλλων
Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι ο μικρός πρίγκηπας, ο πιλότος, η αλεπού, ο βασιλιάς, ο ματαιόδοξος, ο επιχειρηματίας, το τριαντάφυλλο, το φίδι κ.α.
Από  τα ωραιότερα σημεία του βιβλίου ήταν, όταν ο μικρός πρίγκηπας μας συμβούλευε να μη  χάνουμε την παιδικότητα μας μεγαλώνοντας και να επιλέγουμε πάντα με την καρδιά, «γιατί τα μάτια δεν βλέπουν την ουσία». Είναι συγκινητική η αφοσίωση  στο τριαντάφυλλό του, η αθωότητά του, η φιλία του με την αλεπού  και η σκηνή του αποχωρισμού του από αυτήν.
Το τέλος της ιστορίας δεν ήταν ευχάριστο για μας τους αναγνώστες, γιατί ο μικρός πρίγκηπας επιστρέφει στον πλανήτη του αφήνοντας το συγγραφέα βυθισμένο στις σκέψεις και τη θλίψη του. Ήταν επίσης δυσάρεστο που οι μεγάλοι ήταν πολύ σοβαροί, χωρίς φαντασία και τους ένοιαζαν μόνο οι αριθμοί.
Κάτι  που θα θέλαμε ν΄ αλλάξει στην ιστορία είναι το τέλος της σχέσης του ήρωα με την αλεπού. Θα προτιμούσαμε να την πάρει μαζί του για να έχει παρέα.
Επίσης, αν συναντούσαμε το συγγραφέα, θα τον ρωτούσαμε πως εμπνεύστηκε ένα βιβλίο για παιδιά στα οποία διδάσκει  τόσες αλήθειες με έναν τόσο αθώο τρόπο.
Ο  «Μικρός πρίγκηπας» είναι ένα πολύ ωραίο βιβλίο , γεμάτο φαντασία και διδάγματα για τη ζωή. Σας προτείνουμε να το διαβάσετε, γιατί  θα  σας βοηθήσει να δείτε τη ζωή με άλλο τρόπο.

                                                                              
ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ
Βυθούλκα Βανέσα, Γιώτη Μαρία, Γκιόνι Όλτι, Ιατρού Νίκος,  Κόλλιας Θανάσης, Λαβίδα Αντωνία,  Λάσκαρης Βάιος, Μαλαμάκη Βάσια

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019


ΕΡΟΙΚΑ, Κ. Πολίτη

Το μυθιστόρημα μας μεταφέρει σε «κάποια» πόλη, «κάποια εποχή, όπου παρακολουθούμε μια παρέα αγοριών που περνούν ευχάριστα παίζοντας τους πυροσβέστες, ώσπου ένα τραγικό συμβάν τα ανατρέπει όλα. Αντιμετωπίζουν δυσκολίες αλλά παράλληλα γνωρίζουν τον έρωτα, το θάνατο και παίρνουν δύσκολες αποφάσεις προσπαθώντας να δείξουν τον ηρωισμό τους. Οι ήρωες βρίσκονται στο  μεταβατικό στάδιο από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Το βιβλίο αγγίζει θέματα όπως ο έρωτας και η φιλία.
Μας άφησε θετικές εντυπώσεις και το προτείνουμε σε παιδιά της ηλικίας μας που ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνία.
                                                                                   Αντώνωφ Ευάγγελος
                                                                                  Απαζίδης Θοδωρής
                                                                                   Δερίλας Ευάγγελος
                                                                                    Τσάβος Μιχαήλ

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

 η Άννα Πεντότη, μαθήτρια της Γ΄ γυμνασίου και ενεργό μέλος της λέσχης αναγνωστών της βιβλιοθήκης μας, παρουσιάζει το πρώτο της διήγημα!!!
Με χαρά κολοσωρίζουμε το έργο της στο blogs 
Μπράβο Άννα



         Τα Τριαντάφυλλα Πεθαίνουνε Χειμώνα


Ήταν ένα κρύο πρωινό του Δεκέμβρη. Τυπικά, ο χειμώνας είχε μπεί εδώ και πολλές μέρες. Η αλήθεια όμως ήταν ότι ο καιρός αποφάσιζε αν θα ήταν άνοιξη ή χειμώνας, φθινόπωρο ή καλοκαίρι, ανεξάρτητα από το ανθρώπινο ημερολόγιο. Και σήμερα, είχε αποφασίσει πως θα ήταν βαρύς χειμώνας. ‘Ετσι, πριν προλάβει να φανεί ο ήλιος και να φωτίσει τον θόλο του ουρανού με το χρυσαφένιο φώς του, ξέσπασε  μια καταρρακτώδης καταιγίδα. Ο ουρανός είχε πάρει ένα σκούρο μπλε χρώμα του οποίου η συνοχή διακόπτονταν από τα σταχτιά γκρίζα σύννεφα και τους ξαφνικούς κεραυνούς.
Τη σιωπή μέσα στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα έσπασε ο διαπεραστικός ήχος ενός ξυπνητηριού. Ο Ανδρέας, με μια κίνηση χεριού του, το έκλεισε. Σηκώθηκε, ντύθηκε και πήγε στο σαλόνι. Κάθισε στον μικρό, γκρίζο καναπέ και περίμενε υπομονετικά την αδελφή του, Ναντίν. Η Ναντίν δεν ήταν βιολογική του αδελφή. Εκείνος ήταν από τη Νιγηρία και η οικογένεια της Ναντίν τον υιοθέτησε ένα χρόνο μετά την γέννηση της, όταν ήταν κι εκείνος ενός έτους. Ο Ανδρέας ήταν πολύ όμορφος. Ψηλός, με καστανά μάτια και κατάμαυρα, σγουρά μαλλιά. Η Ναντίν τον αγαπούσε πολύ. Ποτέ δεν την ένοιαξε που δεν ήταν πραγματικός αδελφός της. Ούτε την ένοιαξε ποτέ η καταγωγή του. Δυστυχώς, αυτό ίσχυε μόνο όσον αφορούσε την Ναντίν.
Ο Ανδρέας είχε από καιρό καταλάβει ότι οι άνθρωποι είχαν την κακή συνήθεια να βάζουν πολλά πράγματα στο ίδιο τσουβάλι. Για παράδειγμα, όταν κάποιος έπασχε από κάτι που το όνομα του περιείχε τις λέξεις <<έλλειψη>>, <<σύνδρομο>>, ή <<νοητική>>, πολλοί άνθρωποι το θεωρούσαν σωστό να τον αποκαλούν καθυστερημένο και να γελούν. Και δυστυχώς, τα πράγματα για εκείνον ήταν πολύ χειρότερα. Ο Κωνσταντίνος, ο Ιάσονας και ο Βασίλης τον εκφόβιζαν επειδή το δέρμα του είχε λίγη παραπάνω μελανίνη απ’ το δικό τους. Λες και μπορούσε να ελέγξει την γενετική. Και ενώ συλλογιζόταν όλα αυτά, στο σαλόνι μπήκε η Ναντίν. Η Ναντίν ήταν ψηλή, με μαύρα, μακριά, ατημέλητα μαλλιά και πράσινα φωτεινά μάτια. Ο Ανδρέας σηκώθηκε,  άνοιξε την πόρτα και βγήκαν έξω. Η καταιγίδα είχε κοπάσει, και είχε αφήσει μικρές λιμνούλες στον δρόμο, ένδειξη ότι πριν λίγο ήταν εκεί. Άρχισαν να κατηφορίζουν το παλαιό δρομάκι. Στο τέλος του υπήρχε ένα μεγαλοπρεπές κτήριο. Οι τοίχοι του είχαν μια απαλή απόχρωση του μπεζ και το περιτριγύριζαν σκουριασμένα κάγκελα που έδιναν την εντύπωση πως κάποτε ήταν γαλάζια και όμορφα, αλλά τώρα ήταν σε μια περίοδο παρακμής. Τα δύο παιδιά προχωρούσαν με γρήγηρο βήμα, Ξαφνικά, μπροστά τους εμφανίστηκαν τρεις συμφοιτητές τους. Στη μέση στεκόταν ο Κωνσταντίνος.  Ψηλός, με κοντά κόκκινα μαλλιά και μεγάλα πράσινα μάτια. Δεν έμοιαζε με άνθρωπο που θα έβλαπτε ποτέ κάποιον. Περισσότερο έμοιαζε με έναν πληγωμένο άνθρωπο, παγιδευμένο στην ανάγκη του για διαφυγή από την μοναξιά, που μέσα του όμως ούρλιαζε. Στα αριστερά του στεκόταν ο Ιάσονας. Ήταν λίγο πιο κοντός από τον Κωνσταντίνο και είχε ξανθά μαλλιά και μαύρα μάτια. Στα δεξιά του Κωνσταντίνου στεκόταν ο Βασίλης. Ο Βασίλης ήταν μικροκαμωμένος με μαύρα κοντά μαλλιά και μικρά καστανά μάτια. Και οι τρεις, όπως και ο Ανδρέας και η Ναντίν ήταν στο δεύτερο έτος της φιλοσοφικής. Οι τρεις φίλοι στέκονταν μπροστά στα δύο αδέλφια, κλείνοντας τους το δρόμο.
-Μπορώ να περάσω; Ρώτησε ο Ανδρέας με τρεμάμενη φωνή.
-Να κάνεις τον κύκλο. Είπε ο Ιάσονας.
Εκείνη τη στιγμή, η Ναντίν άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση ώσπου έστριψε στη γωνία και χάθηκε. Ο Ανδρέας γύρισε για να φύγει όταν ο Βασίλης έκανε κάτι εντελώς ανάρμοστο: τον έσπρωξε. Εκείνος παραπάτησε λίγο και μετά έπεσε. Ο Κωνσταντίνος, ο Ιάσονας και ο Βασίλης άρχισαν να τρέχουν προς το πανεπιστήμιο και η Ναντίν προς το μέρος του Ανδρέα. Εκείνος σηκώθηκε και έφτιαξε τα ρούχα του. Το καφέ παλτό του είχε βραχεί από μια λιμνούλα του πεζοδρομίου ενώ το μαύρο παντελόνι του είχε γεμίσει σκόνη και οι παλάμες του αμυχές. Η Ναντίν κοιτούσε άφωνη. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Κυριολεκτικά δεν μπορούσε να μιλήσει.
-Είσαι εντάξει; του είπε στη Νοηματική.
-Το έχω συνηθίσει. Είπε εκείνος.
Στο βλέμμα του η Ναντίν μπορούσε να διακρίνει την απελπισία. Και χωρίς να ακουστεί ούτε μια ακόμα λέξη, ο Ανδρέας και η Ναντίν ξαναπροχωρούν προς το μεγαλοπρεπές κτίριο με τα θαλασσιά κάγκελα. Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και πέρασε την πύλη. Ετρεξε γρήγορα στην τάξη του και κάθισε στη μόνη κενή θέση που υπήρχε, δίπλα στη Βαρβάρα.
 Ο Ανδρέας αγαπούσε την φιλοσοφική. Θυμόταν ακόμα όσα είχε κάνει για να καταφέρει να περάσει. Τις χιλιάδες λευκές και κιτρινισμένες σελίδες που είχε μελετήσει με απόλυτη προσήλωση. Τον κρύο ιδρώτα που τον είχε λούσει πριν μπει στην αίθουσα που θα εξεταζόταν. Την αγωνία που τον είχε κυριεύσει, όταν βγήκαν τα αποτελέσματα και την χαρά που ένιωσε, όταν έμαθε πως πέρασε. Θυμόταν τα πάντα με λεπτομέρειες. Πέρασαν όλες στιγμιαία από το μυαλό του και μετά επανήλθε στην πραγματικότητα. Σε λίγα λεπτά, το μόνο που ακουγόταν ήταν η απαλή φωνή της κυρίας Πέτρου ενώ διάβαζε το κείμενο. Ο Ανδρέας δεν κατάλαβε πότε πέρασε η ώρα. Είχε χαθεί μέσα στην ιστορία. Έβλεπε τους χαρακτήρες να ζωντανεύουν μπροστά του. Φανταζόταν ευγενείς ιππότες, πριγκίπισσες και θαρραλέους βασιλιάδες. Αριστοκράτες και αριστοκράτισσες της Βικτωριανής Εποχής. Με μια σκέψη, όλα έπαιρναν σάρκα και οστά μπρος στα μάτια του. Και μετά, ήχησε το κουδούνι.
 Η υπόλοιπη μέρα κύλησε γρήγορα. Ο Ανδρέας πήγε σπίτι του και άρχισε τη μελέτη. Οι ώρες κυλούσαν τόσο γρήγορα! Και όταν έδυσε ο ήλιος, ο Ανδρέας τελείωσε. Έκλεισε τα βιβλία του, σηκώθηκε από το γραφείο και έκλεισε το φως. Είχε αρχίσει να βρέχει. Εκείνος κάθισε στο κρεβάτι του και παρακολουθούσε με προσήλωση τις σταγόνες της βροχής καθώς χτυπούσαν απαλά το παράθυρό του. Και, όταν νύσταξε, ξάπλωσε και παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα.
Τέσσερις δρόμους μακριά, ο Κωνσταντίνος ένιωθε την γλυκύτητα του ύπνου να τον περιτριγυρίζει και χωρίς δεύτερη σκέψη αφέθηκε ολοκληρωτικά.
Το επόμενο πρωί, ξύπνησε, χασμουρήθηκε και κοίταξε το αριστερό του χέρι. Μετά το δεξί. Το δέρμα του είχε μια απαλή απόχρωση του καφέ. Και το παράδοξο ήταν πως αυτό δεν τον παραξένευε καθόλου. Φόρεσε γρήγορα τα γυαλιά του και κοίταξε το ρολόι του. Θα αργούσε στο πρώτο μάθημα! Ντύθηκε γρήγορα, πήρε το σακίδιο του και βγήκε έξω. Άρχισε να τρέχει προς το Πανεπιστήμιο.
-Θα αποφύγω σήμερα τον Βασίλη και τον Ιάσονα. Αύριο είναι Σάββατο. Αν δεν είμαι έξω, δεν μπορούν και να μου κάνουν κάτι, σκέφτηκε.
Μπήκε γρήγορα μέσα στο κτίριο και προσπάθησε να περάσει απαρατήρητος, όμως ήταν αργά. Ο Αννίβας βρισκόταν προ των πυλών. Λίγα μέτρα μπροστά του στέκονταν ο Ιάσονας, ο Βασίλης και ο Ανδρέας. Ο Ανδρέας ήταν Καυκάσιος, και ούτε αυτό τον εξέπληττε καθόλου. Το κουδούνι χτύπησε και ο Κωνσταντίνος έτρεξε γρήγορα στο αμφιθέατρο. Η μέρα κυλούσε αργά, λες και ο χρόνος έπαιζε μαζί του, λες και ήθελε να τον βασανίσει. Χτύπησε το κουδούνι για μια τελευταία φορά και όλοι οι φοιτητές έτρεξαν έξω. Βγήκε κι εκείνος και πήρε το δρόμο προς το σπίτι του. Όταν έφτασε μπροστά στη μεγάλη λεωφόρο, είδε εκεί τον Ιάσονα και τον Βασίλη. Έκανε το πρώτο βήμα για να την διασχίσει όταν ξαφνικά εκείνοι οι δύο τον έσπρωξαν. Παραπάτησε λίγο προτού πέσει κάτω. Πριν προλάβει να σηκωθεί, είδε ένα μαύρο αυτοκίνητο να τρέχει καταπάνω του. Μπιπ! Μπιπ! Απέτυχε να σταματήσει εγκαίρως. Μπιπ! Μπιπ!
Ο Κωνσταντίνος ξύπνησε στις επτά το πρωί από τον ήχο του ξυπνητηριού, λαχανιασμένος και λουσμένος στον κρύο ιδρώτα.
 -Είμαι ζωντανός! Φώναξε χαρούμενα.
-Αν συνεχίσεις να φωνάζεις αξημέρωτα, δεν θα’ σαι για πολύ! Φώναξε ο κύριος Παναγιώτης, ο γείτονας του.
-Συγγνώμη κύριε Παναγιώτη! Είπε εκείνος.
          Ντύθηκε, πήρε την τσάντα του και ήταν έτοιμος να φύγει όταν χτύπησε το κινητό του. Το σήκωσε και είδε πως ήταν ο Ιάσονας.
-Καλημέρα, του είπε.
-Καλημέρα. Είπε ο Ιάσονας.
-Τι έγινε; Τον ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
-Φάρσα έγινε! Και μάλιστα, η επικότερη που έγινε ποτέ! Με τον Βασίλη έχουμε πάρει τα απαραίτητα. Συνάντησε μας μετά το σχόλασμα στη λεωφόρο. Θα βάλουμε επιτέλους τον Ανδρέα στη θέση του! Είπε εκείνος και ο Κωνσταντίνος σχεδόν φοβήθηκε.
          Όλη τη μέρα καθόταν ήσυχος στην τάξη. Συνεχώς σκεφτόταν την πρωινή του συζήτηση με τον Ιάσονα. Ο χρόνος κυλούσε γρήγορα, φέρνοντας όλο και πιο κοντά την στιγμή που θα συναντούσε τους φίλους του. Και σύντομα, ίσως πιο σύντομα απ’ ότι θα ήθελε, εκείνη η στιγμή ήρθε. Σαν υπνωτισμένος ο Κωνσταντίνος άρχισε να κατευθύνεται προς τη λεωφόρο. Έφτασε και εκεί είδε τους φίλους του να κρατούν κουβάδες με λευκή μπογιά. Κατάλαβε αμέσως ποιά ήταν η φάρσα για την οποία του μίλησε ο Ιάσονας εκείνο το πρωί. Κρύφτηκε πίσω απ’ τη γωνία και παρακολουθούσε. Μετά από λίγο, είδε τον Ανδρέα να έρχεται από την άλλη πλευρά του δρόμου και τους φίλους του να ετοιμάζονται. Όταν ο Ανδρέας ήταν πλέον κοντά τους, κάτι παράξενο τον κυρίευσε. Έτρεξε γρήγορα και μπήκε μπροστά στον Ανδρέα. Επέκτεινε τα χέρια του τεντώνοντας τα σε όλο τους το μήκος και σηκώνοντας τα στο ύψος των ώμων του.
-Δεν θα τον πειράξετε! Φώναξε ο Κωνσταντίνος με αποφασιστικότητα.
          Ο Ανδρέας είχε σαστίσει. Ο Κωνσταντίνος που τον κορόιδευε και τον μείωνε τώρα τον υπερασπιζόταν!
-Σύνελθε ρε! Είπε ειρωνικά ο Βασίλης.
-Συνήλθα, και μάλιστα οριστικά! Θυμήθηκα το πόσο με πλήγωνε, όταν στο Λύκειο με φώναζαν καρότο επειδή έχω κόκκινα μαλλιά. Και κατάλαβα πως έκανα κι εγώ το ίδιο στον Ανδρέα. Είπε εκείνος.
-Σου δίνω μια τελευταία ευκαιρία. Είπε ο Ιάσονας.
-Αλλιώς τι; Ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
-Αλλιώς, επειδή παρτίδες με προδότες δεν γουστάρω, θα χωρίσουμε τα τσανάκια μας με άσχημο τρόπο. Είπε απειλητικά ο Ιάσονας.
-Τι θα κάνεις; Ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
-Ας πούμε απλά πως αντί για καρότο πλέον θα σε λένε χιονάνθρωπο. Είπε εκείνος με νόημα.
-Υπονοείς κάτι; Ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
-Δεν υπονοώ τίποτα. Το λέω ευθέως! είπε ο Ιάσονας και εκείνος και ο Βασίλης πήραν τους κουβάδες με την μπογιά και τους άδειασαν πάνω στον Κωνσταντίνο.
          Εκείνος ένιωθε την μπογιά να τον λούζει. Να βάφει τα ρούχα του και να γλείφει το δέρμα του. Είχε μια κρύα αίσθηση. Ένιωσε λύτρωση, σαν να είχε περάσει θεία δίκη και τώρα πλήρωνε για όσα είχε κάνει. Και απελευθέρωση, γιατί ξέφυγε από τον φαύλο κύκλο στον οποίο είχε παγιδευτεί. Ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω του. Κανονικά, θα ένιωθε θυμό, αλλά, αντ’ αυτού ένιωθε ανακούφιση, πως μπορούσε να ανασάνει ξανά. Άνοιξε τα μάτια το αλλά. δεν μπορούσε να δει τίποτα καθώς η μπογιά είχε βάψει τους φακούς των γυαλιών του. Ο Ανδρέας, έντρομος έβγαλε το τηλέφωνό του από την τσέπη του και κάλεσε την Αστυνομία. Ο Βασίλης, με μια γρήγορη κίνηση του χεριού του πήρε τα γυαλιά του Κωνσταντίνου και τα πέταξε κάτω. Ξαφνικά, μια σειρήνα περιπολικού ήχησε. Το αυτοκίνητο σταμάτησε και από μέσα βγήκε ένας αστυνομικός.
-Ιάσονας Δελλής και Βασίλης Παναγιωτόπουλος, συλλαμβάνεστε. Ελάτε μαζί μου στο Τμήμα. Είπε εκείνος.
-Δεν σε πιστεύω ρε! Τι πήγες κι έκανες! Φώναξε ο Ιάσονας στον Κωνσταντίνο.
-Δεν ειδοποίησε εκείνος τις Αρχές αλλά εγώ. Είπε δειλά ο Ανδρέας.
-Και πως μας βρήκατε; Ρώτησε ο Βασίλης.
-Πρώτον, λάβαμε ειδοποίηση. Δεύτερον, οι φωνούλες σας ακούγονται μέχρι το Τμήμα. Α, και το γεγονός ότι έχετε φάκελο στην αστυνομία μπορεί να βοήθησε. Είπε ειρωνικά ο αστυνομικός
          Φάκελο στην αστυνομία!  Ο Κωνσταντίνος αυτό δεν το ήξερε αν και δεν τον εξέπληττε στην παρούσα φάση. Οι σκέψεις έρχονταν και έφευγαν, έδιναν και έπαιρναν στο μυαλό του αστραπιαία. Ήταν σαν μπερδεμένα κομμάτια ενός παζλ. Και όταν τα έβαλε στη σωστή σειρά, είδε πως οι φίλοι του -πρώην φίλοι του- όχι μόνο ήταν ικανοί για πράγματα αρκετα σπουδαία ώστε να κάνουν φάκελο στην αστυνομία αλλά και για πολύ χειρότερα. Έχοντας καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, βγήκε από τον κόσμο των σκέψεων του και επανήλθε στην πραγματικότητα.
-Και τώρα κύριοι, τα χέρια σας πίσω απ’ τις πλάτες σας Ό,τι πείτε μπορεί και θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σας
          Προς έκπληξη όλων, οι δύο νέοι υπάκουσαν. Ο αστυνομικός με γρήγορες κινήσεις έβγαλε δύο ζευγάρια χειροπέδες από τη ζώνη του και τους τις πέρασε στους καρπούς. Μετά, τους οδήγησε στις πίσω θέσεις του περιπολικού.
-Σας περιμένω αύριο στο Τμήμα για κατάθεση. Είπε ο αστυνόμος στον Ανδρέα και τον Κωνσταντίνο. Μπήκε στη θέση του οδηγού και έβαλε μπρος το αυτοκίνητο. Το περιπολικό άρχισε να κινείται και σε λίγα δευτερόλεπτα χάθηκε στην άκρη του δρόμου.
-Σ’ ευχαριστώ που με υπερασπίστηκες, είπε ο Ανδρέας.
-Ανδρέα, σου φέρθηκα απαίσια. Με συγχωρείς; είπε ο Κωνσταντίνος.
-Υπόσχεσαι να μην φερθείς έτσι ποτέ ξανά; Ρώτησε ο Ανδρέας.
-Στο λόγο της τιμής μου. Είπε εκείνος.
-Συγχωρεμένος, τότε. Είπε ο Ανδρέας.


Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

μανιτάρια στην πόλη, ΚΝΛ Α΄γυμνασίου

Μανιτάρια στην πόλη, απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο "Μακροβάλντο".
διασκευή σε κόμικς από το μαθητή Μάρκου Παντελή.
Πατήστε εδώ για να δείτε το κόμικ.



Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Αποτέλεσμα εικόνας για ο γερος και η θαλασσα
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Το βραβευμένο με νόμπελ βιβλίο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ αφηγείται την ιστορία ενός γέρου ψαρά ο οποίος αγαπούσε πολύ τη θάλασσα. Για πολλούς μήνες όμως η τύχη δεν ήταν με το μέρος του, αφού κανένα μεγάλο ψάρι δεν μπλέκονταν στα δίχτυα του. Το γέρο βοηθούσε  ένα αγόρι,- που παλιότερα  μάθαινε  κοντά του την τέχνη του ψαρέματος  και τον αγαπούσε πολύ. Τελικά, ύστερα από 84 μέρες κακοτυχίας  ο ήρωας πετυχαίνει το σκοπό του, δηλαδή να πιάσει ένα μεγάλο ψάρι, έναν ξιφία. Δυ-στυχώς όμως τα προβλήματα δεν τελειώνουν γι αυτόν.
Το βιβλίο , παρά την αργή εξέλιξη , έχει  ενδιαφέρον, γιατί παρουσιάζει με ιδιαίτερη ζωντάνια μια αληθινή ιστορία.   Μας  συγκίνησε  και μας έδωσε διδάγματα ζωής, όπως ότι με κόπο και επιμονή μπορείς να πετύχεις το σκοπό σου ή «..μη σκέφτεσαι τι δεν έχεις, σκέψου τι μπορείς να κάνεις  με ό,τι έχεις".

                                                                 ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017


η Μυρτώ Γιαρένη (Γ3), ενεργό μέλος της Λέσχης Αναγνωστών της βιβλιοθήκης μας, παρουσίασε ένα ακόμη έργο της, το παραμύθι  "περπατώντας σε πέτρινα μονοπάτια".
μπράβο Μυρτώ!!!

Περπατώντας σε πέτρινα μονοπάτια
Ο νεαρός οδοιπόρος κοίταξε τον ήλιο που διαπερνούσε με τις αχτίδες του τα φύλλα των δέντρων και χαμογέλασε. Πώς το είχε αποφασίσει αυτό; Τη μία στιγμή βρισκόταν με την οικογένειά του στο αγρόκτημά τους έξω από τη πόλη και την άλλη, μέσα στο δάσος και κάτω από τον ανοιξιάτικο ουρανό.
Το να φύγει ήταν μία απόφαση της στιγμής που, τώρα που το ξανασκεφτόταν, ίσως να μην έπρεπε να πάρει. Όμως δεν θα ξαναγυρνούσε. Δεν συνήθιζε να είναι παρορμητικός και είχε φτάσει σε σημείο να απορεί με τον εαυτό του που, έτσι ξαφνικά, μην αντέχοντας άλλο την πλήξη της αγροτικής ζωής που έβλεπε να απλώνεται μπροστά του, έβαλε σε ένα σακίδιο μία αλλαξιά ρούχα και λίγο φαγητό, αποχαιρέτησε τους γονείς και τα αδέλφια του και τους άφησε, αλλά, παρά το ρίσκο που είχε πάρει, δεν το μετάνιωνε.
Αγαπούσε την οικογένειά του, και του έλειπαν ήδη, όμως ένιωθε μία πρωτόγνωρη ελευθερία και είχε αποφασίσει να την απολαύσει όσο περισσότερο γινόταν, μαζί με τον ήλιο, το ελαφρύ αεράκι και το διακριτικό τραγούδι των πουλιών.
Αυτά σκεφτόταν, χαρούμενος -και λίγο τρομοκρατημένος από το άγνωστο- και συνέχιζε τον δρόμο του.
Προχωρούσε εύθυμα, κοιτώντας με θαυμασμό, πότε τα σχήματα που έφτιαχναν τα λευκά σύννεφα και πότε τα ανθισμένα λουλούδια στο έδαφος, και δεν κατάλαβε πότε τα δέντρα σταμάτησαν και το χωμάτινο μονοπάτι που ακολουθούσε μέχρι τώρα χωρίστηκε σε τρία πέτρινα που συνέχιζαν τη πορεία τους χωριστά, αλλά παράλληλα.
Ο ήρωάς μας κοντοστάθηκε και  τα παρατήρησε πιο προσεκτικά. Και τα τρία ήταν φτιαγμένα από πέτρα, αλλά οι ομοιότητές τους σταματούσαν εκεί.
Το μονοπάτι που βρισκόταν στα αριστερά του ήταν το πιο μεγαλόπρεπο. Φαρδιές, ακανόνιστες πέτρες που κοκκίνιζαν στο φως του ήλιου και ανα διαστήματα μεγάλα κενά, λες και κάποιος είχε σπάσει τις πέτρες που θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί, σε έκαναν να πιστεύεις πως χρειαζόταν δύναμη, αποφασιστικότητα και κότσια για να το διασχίσεις. Όμως, όσο δέος και να προκαλούσε, δεν μπορούσε να συγκριθεί σε ομορφιά και αρμονία με το δεύτερο μονοπάτι.
Βιολετί, από τα αμέτρητα λουλούδια που τις στόλιζαν, οι πέτρες του ίσα που φαίνονταν, λείες και λαμπερές, εμποδίζοντάς σε να πάρεις τα μάτια σου από πάνω τους. Αυτή η δύναμη όμως δεν τον εμπόδισε από το να κοιτάξει το τρίτο μονοπάτι.
Η τρίτη του επιλογή ήταν επίσης μισοκαλυμένη, αλλά αυτή τη φορά από χιόνι. Κατάλευκο, παχύ χιόνι, που δημιουργούσε μυστήριο και προκαλούσε μία απίστευτη ηρεμία, σε συνδυασμό με περιέργεια για την εξερεύνησή του.
Μπερδεμένος ο πρωταγωνιστής μας, απομακρύνθηκε από την αρχή των μονοπατιών και ξεφύσηξε.
« Τώρα ποιο μονοπάτι πρέπει να ακολουθήσω; » αναρωτήθηκε φωναχτά, χωρίς να περιμένει απάντηση.
« Μα το δικό μου φυσικά! » ακούστηκε μία χαρωπή φωνή.
             Ο νεαρός ξαφνιάστηκε και κοίταξε προς το μέρος που πίστευε ότι βρισκόταν η πηγή της φωνής, αλλά εκεί, δεν βρισκόταν άλλο από ένα άλογο. Ένα ασυνήθιστα όμορφο άλογο, με λαμπερή μενεξεδένια χαίτη και ένα μυτερό κέρατο στη κορυφή του κεφαλιού του.
« Ποιος είναι; » αναρωτήθηκε φωναχτά ο οδοιπόρος μας.
« Εγώ! » απάντησε το άλογο, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
« Μα, εσύ είσαι ένα άλογο! Δεν γίνεται να μιλάς, πόσο μάλλον να έχεις δικό σου μονοπάτι! »
« Πρώτον, δεν είμαι ‘άλογο’.» είπε τονίζοντας με αηδία τη τελευταία λέξη « Είμαι μονόκερος. Το ομορφότερο πλάσμα στον κόσμο. Και δεύτερον. Το μονοπάτι ΕΙΝΑΙ δικό μου. Έχω επιλεχθεί σαν φύλακάς του, γιατί χαρακτηρίζω καλύτερα από κάθε άλλον αυτό που κερδίζεις όταν το ακολουθήσεις: Την ομορφιά.»
«Πες καλύτερα την αδυναμία και την ανικανότητα να επιβληθείς, γιατί είσαι υπερβολικά ευάλωτος» τον διέκοψε μία δυναμική φωνή από αριστερά. « Θα έρθεις μαζί μου αμέσως και ποτέ δεν θα μάθεις πως είναι να σε εκμεταλλεύονται, ή την απογοήτευση του να είσαι πάντα δεύτερος. Θα σου δοθεί δύναμη χωρίς όρια, σωματική, ψυχική, εξουσία, χρήματα, και με αυτά θα μπορείς να κάνεις ό,τι θες. Γι’ αυτό πλησίασε. Τώρα.»
            Η αυταρχικότητα της φωνής έκανε το αγόρι να πάρει το βλέμμα του απ’ το μονόκερο, για να δει ένα τεράστιο αιλουροειδές με επιβλητική καστανόχρυση χαίτη, να χαμογελάει αυτάρεσκα.
« Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα πάρω διαταγές από μία μεγάλη γάτα;»
            Το χαμόγελο του λιονταριού έσβησε απότομα.
« Είμαι ο βασιλιάς των ζώων...» είπε χαμηλόφωνα γυμνώνοντας τα δόντια του και δείχνοντας ξαφνικά πολύ απειλητικό. « Ο τελευταίος που με αποκάλεσε γάτα...»
« Ξέρουμε αγαπητέ μου, έγινε το γεύμα σου. Όμως πρέπει να κρατήσεις την ψυχραιμία σου. Βλέπεις, ο φίλος μας χρειάζεται τη ζωή του για να αποφασίσει.»
            Το λιοντάρι έριξε μια πλάγια ματιά στα αριστερά του και χαμήλωσε το κεφάλι.
« Πριν αποφασίσετε όμως, αφήστε με να συστηθώ» είπε αυτή η ήρεμη φωνή. « Είμαι ένας λύκος, προφανώς, και βρίσκομαι εδώ για να σας πείσω ότι το μονοπάτι της σοφίας, το οποίο υπόσχεται διπλωματία, εξυπνάδα και γνώση είναι αυτό που σας ταιριάζει πραγματικά». Έκανε μια μικρή υπόκλιση και συνέχισε:  « Ο  σοφός δεν προσβάλει, ούτε προσβάλλεται, δεν θυμώνει γιατί έχει παρατηρήσει τη φύση που κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και σε κατακλυσμούς και χιονοθύελλες, διατηρεί την γαλήνη και την ηρεμία της. Με τη σοφία, μπορείς να υπολογίζεις τις καταστάσεις και να βρίσκεις πάντα την κατάλληλη λύση, όπως, για παράδειγμα, όταν θέλεις να ηρεμήσεις έναν οξύθυμο ανόητο.» έδειξε διακριτικά το λιοντάρι το οποίο δεν είχε καταλάβει πως αναφερόταν σε εκείνο.
« Συγγνώμη, αλλά πιστεύω ότι έχετε κάνει λάθος. Ποιος είμαι εγώ για να πάρω τέτοια απόφαση;»
«Είναι απλά μια απόφαση για τη ζωή σου. Όλοι τη παίρνουν κάποια στιγμή» είπε γλυκά ο μονόκερος, σαν να διασκέδαζε με την άγνοιά του.
« Ναι, μη νομίζεις ότι είσαι ο εκλεκτός ή κάτι τέτοιο. Δεν είσαι πιο ξεχωριστός από τους άλλους που έχουμε δει» πρόσθεσε ο λύκος εξετάζοντας αμέριμνα τα νύχια του.
«Αλλά αν θες να γίνεις ξεχωριστός, θα έρθεις στο δικό μου μονοπάτι. Για να μην έχεις αποφασίσει ακόμα, δεν είσαι όσο δυναμικός χρειάζεται για εμάς, αλλά βλέπω μια δυνατή καρδιά να χτυπάει μέσα σου και με πολλή δουλειά, θα καταφέρεις να γίνεις ένας σπουδαίος ηγέτης» είπε το λιοντάρι προσπαθώντας να τον πείσει.
« Αν θες πραγματικά να κατακτήσεις τις καρδιές και να μείνεις αξέχαστος σε όποιον έχει τη τύχη να σε γνωρίσει, ή ακόμα και να σε δει στο δρόμο, πρέπει να επιλέξεις εμάς. Θα γοητεύεις τους πάντες χωρίς να χρειαστεί να πεις λέξη ή να χαρίσεις πλούτη. Η ύπαρξή σου από μόνη της θα κάνει τον κόσμο ομορφότερο και όλοι θα θέλουν να είναι εσύ!»
«Σωστά.» συμφώνησε ο λύκος «Όλοι οι μικρόμυαλοι και επιφανειακοί άνθρωποι θα νιώθουν την ανάγκη να γίνουν κάποιος άλλος. Ο σοφός όμως ξέρει πως δεν υπάρχει καλύτερος για αυτόν από τον εαυτό του. Αναγνωρίζει τα λάθη του και προσπαθεί να τα εξαλείψει με τη περισυλλογή, την ενδοσκόπηση και την ηρεμία»
«Αλλά ο δυνατός δεν χάνει ποτέ!»
«Και ο όμορφος μένει πάντα στις μνήμες των ανθρώπων»
«Ο σοφός όμως είναι υπεράνω των υλικών πραγμάτων»
«Ούτε εγώ ενδιαφέρομαι για τα πράγματα από τη στιγμή που παίρνω πάντα αυτό που θέλω» ειπε το λιοντάρι εκνευρισμένο.
«Ε...Λοιπόν....εγώ.... Είμαι πάρα πολύ όμορφος. Και δεν υπάρχει καλύτερός μου. Α, και αν θέλετε να ξέρετε, σε έναν διαγωνισμό ομορφιάς και εσύ θα έχανες και ο εξυπνάκιας από εδώ δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ‘ενδοσκόπηση και την ηρεμία’!» τσίριξε προσβεβλημένος ο μονόκερος.
« Συμπαθητικέ μου συνάδελφε, μην εξάπτεστε...» συνέχισε ήρεμα τη συζήτηση ο λύκος. «Η αλήθεια είναι ότι θα κερδίζατε, αλλά τι σημασία έχουν όλα αυτά όταν...»
 «Θα σου πω εγώ τι σημασία έχουν, παλιό---»
«ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ!» φώναξε ο νεαρός διακόπτοντας το λιοντάρι. « Γιατί μαλώνετε;» ρώτησε ήρεμα αμέσως μετά.
«Βασικά, οι άλλοι μαλώνουν. Εγώ λογομαχώ. Ήρεμα και πολιτι---»
«Όχι. Δεν θέλω να ακούσω άλλα. Όλοι έχετε τον ίδιο στόχο, σωστά;» έκανε μία παύση και βλέποντας τον λύκο να ετοιμάζεται να πει κάτι βιάστηκε να συνεχίσει.
 «Γιατί να το παίρνετε τόσο σοβαρά; Υποστηρίζετε ότι το πιο σημαντικό για εσάς είναι αυτό που αντιπροσωπεύετε, αλλά δεν είναι αλήθεια. Το μόνο που σας νοιάζει είναι να πάρετε τους περαστικούς με το μέρος σας. Δεν λέω ότι αυτό είναι κακό, αλλά το κάνετε προσπαθώντας, όχι να αποδείξετε ότι είστε καλύτεροι από τους άλλους, αλλά ότι οι άλλοι είναι χειρότεροι από εσάς. Γιατί ότι έχει ο ένας να λείπει από τον άλλον; Η δύναμη δεν επιβάλλεται να είναι ανόητη, η ομορφιά δεν χρειάζεται να είναι αδύναμη και η σοφία πρέπει να ξεφύγει από το στερεότυπο της ασχήμιας. Χρειαζόμαστε λίγο από όλα και όταν βρεθεί κάποιος να μας τα προσφέρει, τότε ο κόσμος θα γίνει καλύτερος!»
            Όσο τα έλεγε αυτά, τα πάντα γύρω του άλλαζαν. Μόλις σταμάτησε να μιλά, μία στιγμιαία σιωπή απλώθηκε. Μία σιωπή που διαλύθηκε από ένα απόκοσμο ουρλιαχτό.
            Ο άλλοτε υπέροχος μονόκερος σήκωσε το κεφάλι του. Είχε μόλις δει την αντανάκλασή του στις γυαλιστερές πέτρες του μονοπατιού του. Η παλιά του λάμψη είχε σβήσει και το μοναδικό του χρώμα είχε δώσει τη θέση του σε ένα αδιάφορο μαύρο και το κατεστραμμένο του κέρατο, του στερούσε τον τίτλο της ομορφιάς.
            Στη παράφωνη αυτή συμφωνία ήρθαν να προστεθούν τα κλάματα μιας γάτας. Εκεί που στεκόταν πριν ένα λεπτό το δυνατό και σίγουρο λιοντάρι, είχε βρεθεί μαζεμένο και φοβισμένο, ένα γατάκι που κοίταζε γύρω του με φόβο.
            Όσο για τον λύκο, δεν είχε αλλάξει. Ούρλιαξε στο φεγγάρι που είχε κάνει την εμφάνισή του στον νυχτερινό πλέον ουρανό και, έχοντας χάσει την ομιλητικότητα και την ηρεμία του, άρχισε να γρυλίζει με θυμό.
            Ο πρωταγωνιστής μας άρχισε να απελπίζεται και αναρωτιέται τι θα κάνει και αν θα ήταν καλύτερα να είχε διαλέξει απλά ένα από τα μονοπάτια, αλλά τότε το είδε…
            Τοτέταρτο μονοπάτι. Ένα μεγάλο μονοπάτι με φαρδιές, ακανόνιστες πέτρες, που ίσα που φαίνονταν από τα λιλά λουλούδια και το παχύ, ολόλευκο χιόνι. Το μονοπάτι που ο ίδιος είχε δημιουργήσει και που τώρα απλωνόταν μπροστά του.
 Γιατί δεν πρέπει να βρούμε κάποιον να μας προσφέρει αυτό που θέλουμε, όπως νόμιζε αρχικά ο ήρωάς μας. Πρέπει εμείς να διαλέξουμε τον δρόμο που μας ταιριάζει και δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει ήδη.
Και όλα τέλειωσαν όπως άρχισαν. Ο νεαρός οδοιπόρος κοίταξε τον ήλιο που ανέτειλε, χαμογέλασε και έφυγε για νέες περιπέτειες, περπατώντας στο δικό του πέτρινο μονοπάτι.

ΤΕΛΟΣ

Μυρτώ Γιαρένη

Παρασκευή 5 Μαΐου 2017



Η ΑΥΛΗ ΜΑΣ

.....και πάλι μαζί σας για να σας προτείνουμε ένα ακόμη βιβλίο!

    Τη χρονιά που πέρασε ανάμεσα στα άλλα αποφασίσαμε να διαβάσουμε και το μυθιστόρημα της Μαρίας Ιορδανίδου ¨η αυλή μας" καθώς μας ήταν ήδη γνωστό από τ΄ αποσπάσματα που συναντήσαμε στα βιβλία των Κειμένων Λογοτεχνίας "τα φαντάσματα" και "στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας". Μας άρεσε η ανάλαφρη ατμόσφαιρα, το χιούμορ και οι παράλληλες ιστορίες που εναλλάσσονταν με τη βασική, πράγμα που το έκανε πολύ ενδιαφέρον για τον αναγνώστη.
Το βιβλίο δε μας απογοήτευσε. Ήταν ένα ευχάριστο ανάγνωσμα που μας διασκέδασε. Μέσα απ΄ αυτό γνωρίσαμε με ευχάριστο τρόπο την Αθήνα της δεκαετίας του ΄60,  τους ανθρώπους και τις γειτονιές της, που σιγά σιγά τσιμεντοποιούνται

                                                            τα μέλη της Λέσχης Αναγνωστών